-
1 κόσμος
ο1) космос, вселенная; 2) мир, свет;στα πέρατα ( — или στην άκρη) τού κόσμου — на краю света;
γύρισα όλον τον κόσμο — я объехал весь свет;
σ' όλο τον κόσμο — во всём мире;
3) мир, общество; народ, люди;ο επιστημονικός κόσμος — учёный мир, научная общественность;
όλος ο κόσμος το ξέρει — всему миру (или свету) известно;
ο
κόσμος λέει — люди говорят;πολύς κόσμος — много народу;
βγαίνω στον κόσμο — появляться на людях;
4) мир, сфера;ζωικός κόσμος — животный мир;
εσωτερικός κόσμος — внутренний мир (человека);
§ Νέος κόσμος — Новый Свет (об Америке);
Παλαιός κόσμος — Старый Свет (об Европе);
ο καλός κόσμος — высшее общество;
τα μέρη τού κόσμου — части света;
ο κάτω κόσμ — подземное царство, преисподняя;
ο πάνω κόσμος — земная жизнь (в противоп. преисподней);
τα καλά τού κόσμου — все земные блага;
έρχομαι στον κόσμο — рождаться;
φέρνω στον κόσμο — рождать;
δεν χάθηκε ο κόσμος — или δεν χάλασε ο κόσμος — а) не беда, это неважно, не стоит беспокоиться; — б) это не бог весть что; — свет не клином сошёлся;
μετέστη εις τον άλλον κόσμον — он переселился в иной мир, он умер;
στέλνω στον άλλο κόσμο — отправить на тот свет;
χαλώ τον κόσμο — или σηκώνω τον κόσμο στο ποδάρι — поднять всех на ноги, переполошить всех;
εφαγα τον κόσμο να σε βρώ — я тебя разыскивал повсюду;
γιά τα μάτια τού κόσμου — для отвода глаз;
μπροστά στον κόσμο — на людях;
μπροστά στα μάτια όλου τού κόσμου — а) при всём народе;
б) перед лицом всего мира;σφαίρα είναι κόσμος και γυρίζει — погов, колесо фортуны переменчиво
См. также в других словарях:
παραπέμπω — ΝΜΑ 1. στέλνω κάποιον κάπου 2. (για πολεμικά πλοία) συνοδεύω νηοπομπή εμπορικών πλοίων σε καιρό πολέμου για προστασία τους από εχθρικές επιθέσεις 3. (σχετικά με δικαστικές υποθέσεις) διαβιβάζω στις ανακριτικές αρχές, υποβάλλω στο δικαστήριο για… … Dictionary of Greek
αποικίζω — (AM ἀποικίζω) [οικίζω] αποστέλλω αποίκους, δημιουργώ αποικία μσν. στέλνω κάποιον στον άλλο κόσμο, θανατώνω αρχ. 1. μεταναστεύω 2. απομακρύνομαι από κάποιον 3. αποδιώχνω … Dictionary of Greek
επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… … Dictionary of Greek